- στάχι
- το колос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στάχι — (I) το (παλ. τ.) βλ. στάχυ. (II) τὸ, Α είδος μίλτου … Dictionary of Greek
άσταχυς — ἄσταχυς, ο (Α) 1. το στάχι 2. είδος επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (προθεματικό) + στάχυς, ενώ κατ άλλη άποψη, το α πιθ. να προήλθε με αποκοπή της προθέσεως ανά] … Dictionary of Greek
ανθέριξ — ἀνθέριξ, ο (Α) [αθήρ] η άκρη του σταχιού των δημητριακών, ο αθέρας 2. το ίδιο το στάχι 3. ο ανθέρικος … Dictionary of Greek
αποκαλαμιά — η η καλαμιά των σιτηρών, ό,τι μένει από το στάχι μετά τον θερισμό … Dictionary of Greek
στάχυ — και παλ. τ. στάχι, το, Ν 1. το στέλεχος, το καλάμι τών δημητριακών 2. το επάκριο τμήμα τού βλαστού τών αγρωστωδών και ιδίως τού σιταριού που φέρει τα σπέρματα τού φυτού, τους σπόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < *στάχ ιον, υποκορ. τού στάχυς*] … Dictionary of Greek
σταχυούμαι — όομαι, Α [στάχυς] ωριμάζω σαν στάχι, ξεσταχιάζω … Dictionary of Greek